Αλλόκοτες ιστορίες από την επαρχία Κυνουρίας στην Αρκαδία







Η επαρχία Κυνουρίας βρίσκεται στο νομό Αρκαδίας και περιλαμβάνει το μοναδικό παραθαλάσσιο τμήμα του. Φημίζεται για τις παραλίες της, το ωραίο της φαγητό και την τσακώνικη διάλεκτο που μιλούν οι κάτοικοι σε ορισμένα χωριά της περιοχής και γενικά πρόκειται για όμορφο μέρος που το προτιμούν πολλοί τουρίστες για ήρεμες διακοπές. Παρ’ όλα αυτά, η Κυνουρία έχει και μια άλλη όψη, περισσότερο σκοτεινή, καθώς αποτελεί έναν τόπο που το μεταφυσικό στοιχείο είναι έντονο, όπως συμβαίνει άλλωστε με όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας. Παρακάτω θα δούμε μερικές ενδεικτικές ιστορίες της περιοχής.



Παράδοξες εμπειρίες σε χωράφια
Πριν από περίπου 40 χρόνια, μια οικογένεια ξεκίνησε νωρίς το πρωί από το χωριό Τυρός προς τα βόρεια, με σκοπό να φτάσουν στο χωράφι που είχαν κάπου 9 – 10 χιλιόμετρα μακριά, για να ασχοληθούν με τις συνηθισμένες αγροτικές εργασίες. Πράγματι οι δουλειές τους απασχόλησαν ολόκληρη τη μέρα μέχρι που άρχισε να νυχτώνει. Ο καιρός ήταν καλός, ήταν καλοκαίρι άλλωστε και για αυτό το λόγο αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν εκεί, στην εξοχή, ώστε να συνεχίσουν το επόμενο πρωί και να ολοκληρώσουν την εργασία τους. Ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο, δεδομένου ότι η μετακίνηση γινόταν με γαϊδούρια και διαρκούσε κάπου τρεις ώρες για να πάει κανείς στο χωριό και άλλες τόσες για να επιστρέψει στο συγκεκριμένο χωράφι. Άλλωστε έβλεπες και άλλους ανθρώπους να κοιμούνται σε περισσότερο απομακρυσμένα χωράφια, οπότε οι ήρωές μας έστρωσαν πρόχειρα κάτω από τα δέντρα και κοιμήθηκαν.



Ανάμεσά τους ήταν και ένα μικρό κορίτσι, περίπου 10 χρονών τότε που σε κάποια φάση τη νύχτα ξύπνησε εξαιτίας θορύβου. Ανοίγοντας τα μάτια της, μιας και νόμιζε ότι κάποιοι άλλοι χωρικοί περνούσαν για να επιστρέψουν στο χωριό, είδε ένα μεγάλο καραβάνι από τσιγγάνους να φτάνει από το βάθος του χωραφιού. Άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά περνούσαν και έκαναν πολύ θόρυβο, σέρνοντας ζώα και άμαξες, άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι χόρευαν, μερικοί μάλωναν και μιλούσαν δυνατά. Το μικρό κορίτσι έκανε να σηκωθεί διότι δεν είχε αντιληφθεί το μεταφυσικό του πράγματος, όμως η ηλικιωμένη γυναίκα που ξάπλωνε δίπλα του της έκλεισε το στόμα με το χέρι και την εμπόδισε να σηκωθεί. Λίγο αργότερα το καραβάνι πέρασε από δίπλα τους και συνέχισε την πορεία του μέσα από τη θάλασσα, όπου και σταδιακά εξαφανίστηκε. Σε μια δεύτερη ιστορία, γύρω στα τέλη του 1990 και όχι μακριά από το σημείο της προηγούμενης ιστορίας, γύρω στα 20 άτομα ένα πρωινό του Ιούλη ασχολούνταν επίσης με αγροτικές εργασίες, μαζεύοντας καρπούς από δέντρα. Η θερμοκρασία ξεπερνούσε μάλλον τους 40 βαθμούς και επικρατούσε άπνοια που δυσκόλευε τη δουλειά. Το χωράφι βρισκόταν στους πρόποδες ενός άγριου βουνού, γεμάτου από θάμνους και χαμηλή βλάστηση και ήταν “κλεισούρα”, όπως λένε στην καθομιλουμένη. Ξαφνικά κι ενώ η παρέα ήταν σκορπισμένη σε 3 – 4 γειτονικά δέντρα, ένας δυνατός ψυχρός αέρας με βοή σηκώθηκε και οι άνθρωποι με έκπληξη παρατήρησαν ότι φυσούσε μόνο σε δύο σειρές δέντρων και με τρόπο που να διαπερνά τους ίδιους, αφού τα υπόλοιπα δέντρα παρέμεναν ακίνητα. Η βοή ήταν τόση που σχεδόν δεν άκουγαν ο ένας τον άλλο και ενστικτωδώς σταμάτησαν να μιλούν, μέχρι που το ρεύμα σταμάτησε μετά από λίγα λεπτά και επέστρεψε η άπνοια. Μια από τις γυναίκες έκανε να σχολιάσει το περίεργο του πράγματος, με μισόλογα ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε μιας και το θυμόταν από μικρό παιδί αλλά οι υπόλοιποι τη σταμάτησαν, προσπαθώντας να υποβαθμίσουν το θέμα. Όμως τα σοβαρά τους πρόσωπα υποδήλωναν άλλα πράγματα…







Φασματικές μορφές
Πολλοί ηλικιωμένοι κάτοικοι της περιοχής έχουν να διηγηθούν αλλόκοτες ιστορίες με φασματικές μορφές που κάνουν την εμφάνισή τους κυρίως τις ώρες που ο περισσότερος κόσμος κοιμάται. Ο κύριος Γ. αρκετά χρόνια πριν, ξύπνησε τα ξημερώματα και κάθισε στην αυλή του σπιτιού του να πιεί τον πρωινό καφέ του. Δεν εργαζόταν πια αλλά η συνήθεια του πρωινού ξυπνήματος του είχε παραμείνει. Ο ίδιος θυμάται ότι η ώρα ήταν περίπου γύρω στις 5 το πρωί όταν είδε έξω από την αυλή του από μακριά να πλησιάζει ένας άντρας, που κούτσαινε ελαφρά. Θεωρώντας ότι ήταν κάποιος συγχωριανός που πήγαινε σε κάποια δουλειά, τον καλημέρισε φωνάζοντάς τον εάν ήθελε να πιούν καφέ μαζί. Ο άγνωστος όμως συνέχισε το βηματισμό του χωρίς να γυρίσει. Ο κύριος Γ. θεωρώντας ότι ο άντρας ίσως να μην τον είχε ακούσει, σηκώθηκε από την καρέκλα του και πλησίασε πιο κοντά στο δρόμο ώστε να δει ποιός ήταν και να τον προσκαλέσει εκ νέου. Ο άγνωστος τώρα βρισκόταν σε απόσταση περίπου 10 μέτρων από τον κύριο της ιστορίας μας, ο οποίος τον καλημέρισε αρκετές φορές χωρίς να λάβει απάντηση, οπότε και τον πλησίασε περισσότερο. Στις συνεχιζόμενες προσκλήσεις του κ. Γιάννη, ο άγνωστος σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα, γύρισε προς το μέρος του μόνο και μόνο για να αντιληφθεί ο ηλικιωμένος κύριος ότι ο άγνωστος δεν είχε πρόσωπο παρά ένα μαύρο κενό υπήρχε στη θέση του. Τρομοκρατήθηκε, πισωπάτησε και με γρήγορα βήματα γύρισε στην αυλή του ενώ ο άγνωστος συνέχισε το βηματισμό του και λίγο αργότερα χάθηκε από τα μάτια του κ. Γιάννη.
Μια παλαιότερη παράδοση από τις αρχές του αιώνα, θέλει μια γυναίκα που πριν λίγο καιρό είχε γίνει μητέρα, να παίρνει το βρέφος της και, άγνωστο για ποιό λόγο, να πηγαίνει στο δάσος που βρισκόταν λίγο πιο κάτω από το χωριό. Ίσως πήγαινε να συναντήσει τον άντρα της στο χωράφι, ίσως είχε κάτι άλλο να κάνει, κανείς δεν θυμάται πια ακριβώς. Ο καιρός όμως χάλασε και ξαφνικά άρχισε να βρέχει δυνατά, οπότε η γυναίκα για να προφυλάξει τον εαυτό της και το μωρό της, στάθηκε κάτω από ένα βράχο, που σχημάτιζε μια μικρή αβαθή σπηλιά. Η δυνατή καταιγίδα φαίνεται πως προκάλεσε την πτώση του βράχου, με αποτέλεσμα να καταπλακωθεί η μητέρα με το μωρό της και για πολλά χρόνια οι περαστικοί απέφευγαν να περάσουν από εκείνο το σημείο, διότι διηγούνταν ότι μερικές νύχτες, ιδίως βροχερές, άκουγαν τη γυναίκα να τραγουδάει νανουρίσματα για να κοιμήσει το μωρό της… Το ίδιο δάσος φαίνεται πως συγκεντρώνει μερικές παρόμοιες ιστορίες αφού ακόμα και σήμερα διηγούνται για ένα συγκεκριμένο κύριο, ο οποίος εδώ και μερικές δεκαετίες δεν ζει, ότι τον είχαν δει να χορεύει σε νεραϊδοκύκλους συντροφιά με νεράιδες. Ένας φίλος του, παραμονεύοντας, προσπάθησε να τον απομακρύνει από τον κύκλο εκείνο αλλά δεν τα κατάφερε και έτσι γύρισε πίσω στο χωριό. Φτάνοντας όμως εκεί, άκουσε τις καμπάνες τις εκκλησίας να χτυπούν πένθιμα. Ρωτώντας, έμαθε ότι την ίδια νύχτα, που ο ίδιος παραμόνευε προσπαθώντας να αποσπάσει το φίλο του από τις νεράιδες, ο τελευταίος πέθανε αιφνίδια στο σπίτι του.








πηγές: